Ένα μήνα μπροστά απ’ τα Χριστούγεννα ανάβαμε τα βράδια τις φωτιές στο αλώνι. σε ανοιχτοσιές ή τις αυλές. Εμείς τα μικρά παιδιά, φέρναμε απ’ τα σπίτια μας ή κλέβαμε διάφορα υλικά που καιγόταν π.χ. βαμπακιές και καρακόβες,(βούρλα). Οι δε μεγάλοι με τα δικράνια ξεπατώνανε τις τζίγκρες (βατομουριές)και τα αδρίτσια (κέδρα)από τις περιφράζεις. Αυτό γινόταν κάδε βράδυ. Στις φωτιές φωνάζαμε κόλντε, για να δείξουμε στόχο, για να ‘ρθουν κι άλλοι. Κάποτε σε φωτιά των Χριστουγέννων κλέψανε ολόκληρο το κάρο με τις βαμβακιές φορτωμένο και το κάψαμε. Πολλές φορές ο ένας έκλεβε τις βαμβακιές του άλλου. Μαζεύονταν αγόρια και κορίτσια, για να γνωριστούν και μεταξύ τους. Γινόταν ένα είδος νυφοπάζαρου. Από την γιορτή του αγίου Ιγνατίου και μετά σφάζαμε τα γουρούνια της οικογένειας. Εκείνες τις μέρες ακούγονταν οι φωνές από όλα τα γουρούνια του χωριού. Το γδέρνανε και τα τεμαχίζανε και στα παιδιά δίναμε τις «φούσκες» για να παίζουνε μπάλα. Την παραμονή των Χριστουγέννων, το βράδυ μαζευόταν όλη η οικογένεια, και ήταν συνήθως πολλά τα μέλη, κι βάζαμε πάνω στη φωτιά ένα μεταλλικό κόσκινο και ψήναμε κάστανα, παρμένα από εμπόρους της Γρίβας. Ο παππούς, το μεγαλύτερο μέλος σε ηλικία, έπαιρνε τον μικρό εγγονό απ’ το χέρι, τον πήγαινε στο στάβλο και του έλεγε « Να σφάξουμε το βόδι»; Το παιδάκι έλεγε «όχι, παππού με το βόδι θα οργώσουμε, θα κάνουμε δουλειές». «Να σφάξουμε τότε το άλογο»; «Όχι παππού αυτό θα μας πάει στο παζάρι», «Να σφάξουμε τότε την αγελάδα»; «Οχι η αγελάδα θα μας δώσει γάλα, θα κάνει μοσχαράκι κλπ.» Στο παραδοσιακό τραπέζι υπήρχαν όλων των ειδών οι ξηροί καρποί, καρύδια κάστανα σταφίδες κλπ. Κάποιος (ο πατέρας ή ο μεγάλος αδελφός) ανέβαινε στη στέγη του σπιτιού και πετούσε από την καμινάδα στο τζάκι κάστανα, τα μικρά παιδιά, άκουγαν το θόρυβο και φώναζαν, από χαρά ή και φόβο νομίζοντας ότι είναι το βαμπίρ δηλ. το ξωτικό, ο καλικάντζαρος του σπιτιού. Η συγκέντρωση των παιδιών για τα κάλαντα γινότανε την παραμονή από τις 5π.μ. περίπου για να πάνε σ’ όλα τα σπίτια του χωριού.
Οι γυναίκες από την παραμονή το πρωί κάνανε προετοιμασίες για την μεγάλη γιορτή, κουλούρες, κουλουράκια και οι εύπορες και άξιες οικογένειες κάνανε πίτες. Ιδιαίτερα όσες είχανε γουρούνια ή πρόβατα. Στις πίτες Βάζανε ρύζι, λίγο πράσο κ.ά. Τα παιδιά προτιμούσαν να πηγαίνουν σε αυτά τα σπίτια που είχαν πίτες ή και τα σιταρένια κουλουράκια. Σε σχέση με το καλαμποκίσιο ή κριθαρίσιο ή σικαλένιο ψωμί που συνήθως είχε το τραπέζι καθημερινά αυτά ήταν κάτι το μοναδικό σε νοστιμιά.
Από την σημερινή πλατεία ξεκινούσαν τα παιδιά, κρατώντας από ένα ξύλο για τα σκυλιά και μια πάνινη σακούλα να βάζουν μέσα τα κεράσματα από τα σπίτια που πήγαιναν. Τα παιδιά πήγαιναν όλα μαζί. Έβλεπες ,μια παρέα 100 παιδιών να λένε το κόλντε. Τα μεγάλα παιδιά ήταν επιφορτισμένα με την προστασία και την φροντίδα των μικρών αδερφών. Φτάνοντας στην αυλή κάποιου σπιτιού φώναζαν όλα μαζί «κόλντε μπάμπω». Στη σκάλα περίμεναν οι νοικοκυρές, με τα πανέρια γεμάτα με κουλουράκια ή τις πίτες και μοίραζαν στα παιδιά.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα το πρωί, πήγαιναν όλοι μαζί στη εκκλησία. Όταν γυρίζανε πήγαιναν στα σπίτια που γιορτάζανε. Στο σπίτι η νοικοκυρά κερνούσε τσίπουρο, κρασί και μεζέδες. Όλοι καθόταν κάτω στο πάτωμα σε μαξιλάρια γιατί δεν υπήρχαν καρέκλες και τραπέζια. Ήταν στρωμένα με ψάθες, κιλίμια και μαξιλάρια υφαντά. Στον τοίχο, γύρω -γύρω υπήρχε μια ψάθα για να μπορεί ο άλλος να ακουμπήσει πίσω, και να μη λερωθεί απ’ τον χωμάτινο τοίχο. Υπήρχε Βέβαια και ο σοφράς, το χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι αλλά στον μουσαφίρη δεν έμπαινε. Τον επισκέπτη τον κερνούσαν στο χέρι. Ο σοφράς έμπαινε όταν θα μαζευόταν πάλι όλη η οικογένεια. Κερνούσαν και σαραλιά δηλ. μπακλαβά που τον είχαν κάνει την παραμονή. Τα κάναμε δυο σχέδια. Τα τριγωνάκια ήταν για τους ξένους και τα άλλα τα σουρωμένα με λιγοστό σιρόπι τα είχαμε για το σπίτι.
Το μεσημέρι στο τραπέζι μαζευόταν όλη η οικογένεια. Εκεί λεγότανε η προσευχή και οι ευχές. Μπορεί να ήταν στο τραπέζι και 15 άτομα. Όλοι τρώγανε από ένα ταψί. Το συνηθισμένο φαγητό των Χριστουγέννων ήταν χοιρινό κρέας με πράσα. Κρασί, γλέντι, κέφι, χορός, τραγούδι, όργανα. Όταν ο καιρός ήταν καλός, μαζεύονταν όλοι μαζί στην αλάνα, Έπαιζε ο οργανοπαίχτης την γκάιντα του μέχρι το ηλιοβασίλεμα και ο κόσμος χόρευε και γλεντούσε, στη συνέχεια επέστρεφαν όλοι στο σπίτι. Στο σπίτι την ημέρα έκαναν οι οικογένειες κουλουράκια -κουκλίτσες για τα ζώα, τα παιδιά και τη γιαγιά. Τα κρεμούσαν στο τζάκι με μια κλωστή και για 40 μέρες ήταν εκεί κρεμασμένα. Μετά τις 40 μέρες τα τρίβανε και τα μοίραζαν στα ζώα. Σε μερικά σπίτια ο γονιός με ένα πάνινο αυτοσχέδιο κουκλάκι, αποδείκνυε πως υπήρχαν στοιχειά, καλικάντζαροι, όταν το κουνούσε με έναν επιδέξιο τρόπο από το ταβάνι με μια κλωστή και στο λιγοστό φως του καντηλιού τα ξεγελούσε. Από την δεύτερη μέρη των Χριστουγέννων ξανάρχιζαν οι φωτιές της Πρωτοχρονιάς, μόνο που τώρα τα παιδιά φώναζαν «Σούρβα». Οι παππούδες πήγαιναν στα αμπέλια και μάζευαν από τις συκιές ίσια κλαδιά. Αυτά τα κλαδιά, τα ξύνανε και βγάζανε την φλούδα, τα ξεφλούδιζαν. Στην συνέχεια με μια μάλλινη κλωστή το τύλιγαν γύρω-γύρω σαν να το κεντούσαν. Την μια άκρη του ξύλου την έσκιζαν και γινόταν η κορυφή του σαν σκούπα, σαν ουρά από αηδόνι. Το ξύλο ήταν περίπου 50-60 εκατοστά. Με το λυχνάρι μαύριζαν το ξύλο, στη συνέχεια έβγαζαν την κλωστή και φαινόταν ένα ωραίο σχέδιο πάνω στο ξύλο. Τις βέργες αυτές τις λέγαμε «σουρβέσκες», από το «σούρβα» τις φωτιές. Αυτά γινόταν την Παραμονή. Στο κάθε παιδί δίνανε από 6 τέτοιες βέργες. Πήγαιναν τα παιδιά στα σπίτια των νιόπαντρων της χρονιάς, πετούσαν από μία σουρβέσκα στα κεραμίδια και έλεγαν:
«Όλες οι ψείρες και όλοι οι ψύλοι να ‘ρθουν σε σας». Αυτά ήταν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Κεράσματα δίνανε σε όλα τα σπίτια και οι νιόνυμφοι και οι παλαιοπαντρεμένοι. Τα κεράσματα ήταν πάλι τα ίδια: πίτες, κουλουράκια, κάστανα, καρύδια κ.ά. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς η μητέρα έκανε μια βασιλόπιτα με ψιλά φύλλα, με λίγδα και τυρί. Μια τυρόπιτα δηλαδή. Στη συνέχεια έπαιρναν όλοι από ένα κομμάτι. Το φαγητό ήταν πάλι χοιρινό. Το υπόλοιπο δε γουρούνι που περίσσευε το παστώναμε, δηλ. βάζαμε χοντρό αλάτι, για να το διατηρήσουμε και να περάσουμε έτσι το χειμώνα. Το κρέας το βάζαμε μέσα σε κασόνια ή βαρελάκια ξύλινα για να στραγγίζουν τα υγρά και συνήθως το τρώγαμε με φασόλια ή πλιγούρι. Για τα Φώτα δεν άναβαν φωτιές. Ήταν μια γιορτή με έθιμα, όπως τα σημερινά.
Τα παραπάνω μας τα διηγήθηκε
ο κ. Βασίλης Ρίσκος και η γυναίκα του Πετρούλα (30-1 1-1998)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου