Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΓΥΨΙΝΩΝ ΕΚΜΑΓΕΙΩΝ ΠΕΛΛΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Διακοσμητικά στοιχεία αδιαμφισβήτητης καλαισθησίας, τα εκμαγεία- πιστά αντίγραφα εκθεμάτων των Αρχαιολογικών Μουσείων- αποτελούν συγκεκριμένα σημεία αναφοράς σε συγκεκριμένες στιγμές του παρελθόντος χρόνου. Σύμβολα παλαιών, κάποτε παντοδύναμων θεών, ταπεινά αφιερώματα πιστών, χρηστικά αντικείμενα της καθημερινής ζωής, στα οποία το πέρασμα των αιώνων προσδίδει τη βαρύτητα της μνήμης, η παρουσία τους στο χώρο που ζούμε ή που εργαζόμαστε μας συνδέει με ότι πολυτιμότερο, την πολιτιστική κληρονομιά.
Ο γύψος είναι οργανικό υλικό, το οποίο με τη μορφή ορυκτού απαντά ευρύτατα στη φύση και η χρήση του είναι γνωστή ήδη σε χρόνους που χάνονται στην αχλή της προϊστορίας. Ως ύλη αμετάβλητη και εύπλαστη χρησιμοποιήθηκε κατ' αρχάς για σκοπό πανανθρώπινο και ιερό: την αποτύπωση των μοναδικών χαρακτηριστικών του προσώπου νεκρών προγόνων. Τα παλαιότερα γύψινα νεκρικά προσωπεία ανάγονται στην 6η χιλιετία π.Χ., όπως αποκάλυψαν το 1953 ανασκαφές στην Ιεριχώ της Μεσοποταμίας.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Λυσίστρατος ο Σικυώνιος, αδελφός του περίφημου γλύπτη του 4ου αι. π.Χ Λυσίππου, για το πρώτο γύψινο εκμαγείο χρησιμοποίησε απευθείας το όμορφο πρόσωπο ενός νέου άνδρα και, υγρό ακόμη, το τελειοποίησε με τη σμίλη. Στη ρωμαϊκή εποχή η γυψοπλαστική γνωρίζει ευρύτατη διάδοση με την κατασκευή των νεκρικών προσωπείων (imagines) των προγόνων, τα οποία ευλαβικά φυλάσσονται μαζί με τους οικογενειακούς θεούς, τους λάρητες, στα λαράρια («εικονοστάσια») των σπιτιών. Την ίδια εποχή φθάνει στο απόγειό της και η γυψοτεχνία. Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια στολίζονται με περίτεχνο διάκοσμο, ενώ τον 3ο αι.μ.Χ. χρονολογείται το πρώτο γνωστό εργαστήριο γυψοπλαστικής στο El-Jem (Θύσδρος) της Τυνησίας, όπου μαζί με άλλα σπαράγματα βρέθηκαν ανέπαφα δύο εκμαγεία: το προσωπείο ενός νεαρού άνδρα και αυτό μιας νέας και όμορφης γυναίκας.
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται πόσο στενά δεμένη με την παράδοση είναι η τέχνη της γυψοπλαστικής, που αιώνες τώρα διέπεται από τους ίδιους βασικούς κανόνες τους οποίους αξίζει να γνωρίζει κανείς για να εκτιμήσει, όπως τους πρέπει, τα γύψινα εκμαγεία.
Η κατασκευή εκμαγείων ξεκίνησε από τα κρατικά εργαστήρια το 1893, όταν ιδρύθηκε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, και αποσκοπούσε σε επιστημονική και εκπαιδευτική χρήση. Η εξαίρετη ποιότητα των αντιγράφων οδήγησε στην ευρύτερη παραγωγή, με παράλληλους στόχους τη διάδοση και την προβολή της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων τα εργαστήρια εκμαγείων-πιστών αντιγράφων και λειτούργησε το εκθετήριο-πωλητήριο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σήμερα λειτουργούν εκτός από τα κεντρικά εργαστήρια της Αθήνας ένα ακόμη στη Μακεδονία στην Πέλλα του Δήμου Πέλλας. Όλα τα εκμαγεία-πιστά αντίγραφα αντιπροσωπευτικών, αλλά και ταπεινότερων μουσειακών εκθεμάτων- κατασκευάζονται αποκλειστικά από τον παραδοσιακό γύψο καλλιτεχνίας, υλικό το οποίο εγγυάται την απόλυτη πιστότητα του πρωτοτύπου, αφού δεν υπόκειται σε αυξομειώσεις του όγκου του, όπως συμβαίνει με τα συνθετικά υλικά του συρμού, τις σιλικόνες και τις ρητίνες, που έχουν κατακλύσει τη διεθνή αγορά. Το γεγονός εξάλλου ότι ο γύψος είναι ένα ευαίσθητο, εύθραυστο υλικό παραπέμπει έμμεσα στο μοναδικό μουσειακό αντικείμενο, του οποίου μας δίνεται η δυνατότητα να αποκτήσουμε πιστό αντίγραφο.
Για την κατασκευή των εκμαγείων-πιστών αντιγράφων ο ειδικά επεξεργασμένος γύψος χυτεύεται σε μήτρα, κατά περίπτωση, από πέντε έως και πεντακόσια περίπου κομμάτια («σπαστό καλούπι»), ανάλογα με το μέγεθος και τις δυσκολίες του πρωτότυπου έργου. Το πρωτότυπο καλύπτεται κατ' αρχήν με προστατευτικό στρώμα σαπουνιού και χωρίζεται με λεπτές λωρίδες πηλού σε τμήματα, όπως περίπου η μπάλα του ποδοσφαίρου. Στα διάχωρα αυτά ο εκμαγέας απλώνει λεπτό στρώμα παχύρρευστου γύψου και μόλις ο γύψος στεγνώσει δουλεύονται οι λεπτομέρειες. Όταν έχει ολοκληρωθεί η εκμάγευση και η επεξεργασία όλων των τμημάτων, αυτά συναρμολογούνται όλα μαζί με δεύτερο στρώμα γύψου στο λεγόμενο «μανδύα» ή την «εσάρπα». Πάνω από την «εσάρπα» απλώνεται τρίτο στρώμα γύψου ενισχυμένου με τζίβα. Με αυτό τον τρόπο παράγεται: α) το πρώτο γύψινο εκμαγείο, που αποκαλείται «πρώτο θετικό» ή «μοντέλο», το οποίο παραμένει ως παρακαταθήκη και περιουσιακό στοιχείο στη γυψοθήκη του μουσείου και, β) ένα δεύτερο εκμαγείο, το λεγόμενο «πρώτο γύψινο θετικό», το οποίο αποτελεί τον οδηγό για την παραγωγή, όπου: Το «πρώτο γύψινο θετικό» ντύνεται με φύλλο πλαστελίνης, η οποία με τη σειρά της καλύπτεται με γύψινη «εσάρπα».
Όταν ο γύψος στεγνώσει, αφαιρούνται «εσάρπα» και πλαστελίνη και το «πρώτο γύψινο θετικό» καθαρίζεται σχολαστικά. Καθαρό πια, περιβάλλεται με την «εσάρπα», από την οποία έχουν αφαιρεθεί τα υπολείμματα της πλαστελίνης. Στην «εσάρπα» ανοίγεται μια κεντρική οπή με τη βοήθεια χωνιού διοχετεύεται σιλικόνη σε υγρή μορφή, η οποία αγκαλιάζει το «πρώτο γύψινο θετικό».Η ίδια διαδικασία γίνεται μετά και για το άλλο μισό του γύψινου μοντέλου. Η σταθεροποιημένη σιλικόνη αποτελεί πια το «λαστιχένιο καλούπι», στο οποίο χυτεύονται τα γύψινα εκμαγεία παραγωγής, έως ότου φθαρεί το λάστιχο, το οποίο αναπαράγεται από το «πρώτο γύψινο θετικό». Για να αποκτήσουν τα πιστά αντίγραφα την εμφάνιση των πρωτότυπων έργων- ώστε να δηλώνεται η πρωταρχική ύλη (μάρμαρο, χαλκός, πηλός) αφού στεγνώσουν καλά, βάφονται από ειδικευμένους τεχνίτες ώστε να αποκτήσουν την πατίνα του χρόνου, ενώ με τη ζωγραφική αποδίδονται τα εναπομείναντα ίχνη της ζωγραφικής ή της γραπτής διακόσμησης.
Τα εκμαγεία που διατίθενται στα πωλητήρια του ΤΑΠ συνοδεύονται από αριθμημένα πιστοποιητικά αυθεντικότητας, τα οποία επιτρέπουν την ελεύθερη μεταφορά τους εκτός Ελλάδας, καθώς και από ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα του πρωτοτύπου στην ελληνική, την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου